«Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί»
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στο χωριό Τσάδα της επαρχίας Πάφου στις 28 Φεβρουαρίου 1938. Όντας γαλουχημένος με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, την 1η Απριλίου 1953, λίγες μέρες πριν από την στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ, ο 15χρονος τότε Ευαγόρας αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και σκίζει την αγγλική σημαία των ξένων κατακτητών από το «Ιακώβιο Γυμναστήριο» της Πάφου. Το γεγονός της υποστολής και καταστροφής της αποικιοκρατικής σημαίας, αποτέλεσε το έναυσμα για συγκρούσεις μεταξύ μαθητών και αστυνομίας. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του αφήνεται ελεύθερος. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε την έναρξη της πατριωτικής του δράσης.
Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., ο 17χρονος Ευαγόρας εγκαταλείπει το σχολείο και εντάσσεται σε αντάρτικες ομάδες, δράση των οποίων ήταν κυρίως οι επιχειρήσεις δολιοφθορών κατά κυβερνητικών κτηρίων. Στις 17 Νοεμβρίου 1955, και ενώ η ΑΝΕ προετοίμαζε μια από τις διαδηλώσεις της για αντιπερισπασμό, ο Ευαγόρας συνελήφθη γιατί επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που είχαν προχωρήσει στη σύλληψη και κακοποίηση ενός μαθητή γυμνασίου. Ο Βαγορής οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε οχλαγωγιές. Στις 19 Νοεμβρίου 1955 δικάζεται και του επιβάλλεται πρόστιμο 30 λιρών ως εγγύηση. Η δίκη του αναβλήθηκε καθώς ο Ευαγόρας δεν παραδέχτηκε την κατηγορία. Την παραμονή της δίκης του ο νεαρός αγωνιστής παίρνει την απόφαση να αποχαιρετήσει την οικογένεια και τους συμμαθητές του και να «πάρει μιαν ανηφοριά να πάρει μονοπάτια, να βρει τα σκαλοπάτια που παν στην Λευτεριά».
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956, καθώς μετέφερε μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές όπλα και τρόφιμα από την Λυσό, ξαφνικά βρέθηκαν απέναντι από την αγγλική περίπολο. Αν και οι δύο συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να το σκάσουν, ο ίδιος συνελήφθη και βασανίστηκε, χωρίς όμως να λυγίσει. Στις αρχές Ιανουαρίου 1957 μεταφέρεται στον αστυνομικό σταθμό Κτήματος όπου του ζητούν να αποκαλύψει άτομα και οπλισμό. Για πολλοστή φορά δεν υποκύπτει στις πιέσεις και μεταφέρεται στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας κατηγορούμενος για κατοχή και διακίνηση οπλισμού. Στη δίκη του δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν και παραδέχθηκε την ενοχή του με τον εξής αξιοθαύμαστο τρόπο:
«Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω, είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Η εντολή του δικαστηρίου εκτελέσθηκε τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957, στις 12:02 ακριβώς. O 18χρονος έφηβος στάθηκε περήφανα κάτω από τη μακάβρια θηλιά, και η βροντερή φωνή του έσπασε τη σιωπή της νύχτας όταν μπροστά στα έντρομα μάτια των κατακτητών άρχισε να ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Ακολούθως βροντοφώναξε:
«Γεια σας αδέλφια… Γεια σας λεβέντες… Ελπίζω να ‘μαι ο τελευταίος που εκτελούν… Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος.»
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Οι Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας και η πρωτεύουσα ολόκληρη άρχισαν να σείονται καθώς οι υπόλοιποι κρατούμενοι άρχισαν να ψέλνουν τον «’Υμνο εις την Ελευθερίαν» και να φωνάζουν «Θάρρος ρε Παλληκαρίδη, Θάρρος».
Η θηλιά έσφιξε το λαιμό του Ευαγόρα, ο κρότος της καταπακτής ακούστηκε και η ψυχή του Ήρωα συνάντησε την Πανώρια κόρη και τους υπόλοιπους αγωνιστές που χάρισαν με το αίμα τους συνέχεια στην δική μας ζωή και την αξιοπρέπεια του Έθνους.
Γραφείο Τύπου
ΜΕΤΩΠΟ Κυπρίων Φοιτητών Ηνωμένου Βασιλείου