565 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς και παρ’ όλα τα έτη, η πληγή παραμένει βαθιά στον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, εφόσον η κοιτίδα τους βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία.
Όταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1449 στο Μυστρά, ήξερε ότι η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία βρισκόταν σε δεινή θέση, οικονομικά και στρατηγικά, εφόσον τα ταμεία ήταν άδεια και είχε χάσει όλα σχεδόν τα εδάφη της από τους Άραβες και τους Οθωμανούς. Παρ’ όλα αυτά, πριν στεφθεί αυτοκράτορας, ο ίδιος με τα αδέρφια του, ιδιαίτερα το Θωμά Παλαιολόγο, είχαν καταφέρει να επανακτήσουν την κυριαρχία ολόκληρης σχεδόν της Πελοποννήσου από τους Φράγκους και αυτό ίσως του έδινε μια αμυδρή ελπίδα ότι θα κατάφερνε να διατηρήσει υπό την κυριαρχία του ό,τι είχε μείνει από την αυτοκρατορία. Λαμβάνοντας υπόψη, δε, την Ένωση της Ανατολικής (Ορθόδοξης) Εκκλησίας με την Δυτική (Καθολική) Εκκλησία που είχε «επιτύχει» ο προκάτοχος του, και αδερφός του, Ιωάννης H’ Παλαιολόγος, προσέβλεπε σε βοήθεια από τη Δύση σε περίπτωση κινδύνου.
Η μεγαλύτερη μερίδα του λαού και του κλήρου, όμως, της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν σύμφωνοι με αυτή την ένωση των Εκκλησιών και το θεωρούσαν μάλιστα βλασφημία προς το Θεό. Διχασμός και φανατισμός επικρατούσε στην Πόλη μεταξύ των υποστηρικτών και των πολέμιων της ένωσης. Παράλληλα, στον οθωμανικό θρόνο ανέβηκε ο Μωάμεθ Β’, ο οποίος ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος και είχε σκοπό της ζωής του να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη με κάθε μέσο.
Στις 6 Απριλίου του 1453 άρχισε η πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς, η οποία διήρκεσε 54 μέρες. Ο οθωμανικός στρατός ήταν πολυάριθμος, καλύτερα εξοπλισμένος και απέκλεισε την Πόλη από στεριά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές ήταν ελάχιστοι. Η βοήθεια από τη Δύση, για την οποία τόσα και τόσα έγιναν, δεν ήρθε ποτέ. Ο αγώνας ήταν άνισος αλλά εντούτοις, οι Οθωμανοί απωθούνταν. Ο Μωάμεθ έστειλε πολλές φορές πρεσβευτές στον Αυτοκράτορα ζητώντας του να παραδοθεί και να παραδώσει την Πόλη, «σώζοντας» έτσι τον εαυτό του και τους πολίτες του. Στο τελευταίο από αυτό τα μηνύματα ο Κωνσταντίνος απάντησε «Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», (μτφ «Το να σου παραδώσουμε την Πόλη, δεν είναι δικαίωμα ούτε άλλου από τους κατοικούντες σε αυτή. Γιατί απόφαση όλων μας είναι να πέσουμε, αμυνόμενοι με τη θέλησή μας και δεν θα λυπηθούμε τη ζωή μας»).
Το βράδυ της 28ης Μαΐου τελείται στην Αγία Σοφία η τελευταία μεγάλη λειτουργία, παρουσία του αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος και οι υπόλοιποι υπερασπιστές της Πόλης, όπως και όλος ο λαός, μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων και είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη μοίρα τους. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Μαΐου ξεκινά η μεγάλη επίθεση. Παρ’ όλες τις προσπάθειες των υπερασπιστών, οι Οθωμανοί καταφέρνουν να μπουν στην Πόλη και ο αυτοκράτορας πέφτει μαχόμενος έξω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Η Πόλις εάλω.
Ο Ελληνισμός δεν στηρίζεται μόνο στην αρχαία Ελλάδα αλλά στηρίζεται μέσω του Χριστιανισμού και στο Βυζάντιο, κάτι που πολλοί λησμονούν. Κοιτάζοντας πίσω σήμερα, μπορούμε να μάθουμε πολλά από τα γεγονότα που οδήγησαν στην τελειωτική κατάλυση μιας αυτοκρατορίας που διήρκεσε πάνω από δέκα αιώνες. Καταρχάς, δεν γίνεται να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, για άλλη μια φορά, μια από τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας μας γράφτηκε έχοντας φόντο τη διχόνοια. Ο λαός μας πρέπει να κατανοήσει ότι, ειδικά στις δύσκολες ώρες, μόνο με ομόνοια και ενότητα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις όποιες προκλήσεις. Κατά δεύτερο, γνωρίζοντας για την ηρωική θυσία του Αυτοκράτορα και των υπόλοιπων υπερασπιστών της Κωνσταντινούπολης, βλέπουμε ότι επέλεξαν το θάνατο ως έσχατη λύση παρά να παραδώσουν ό,τι αγαπούσαν στον εχθρό. Ο Κωνσταντίνος πολέμησε για χρόνια για την αυτοκρατορία και εξάντλησε όλες τις πιθανές λύσεις για τη σωτηρία της: στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση, μια δυσβάστακτη οικονομική συμφωνία-συμβιβασμό με τον Μωάμεθ και τέλος τη σθεναρή αντίσταση σε μια ασφυκτική πολιορκία. Και εφόσον το απευκταίο μετατράπηκε σε πραγματικότητα, τότε προτίμησε τον τιμημένο θάνατο από μια ατιμασμένη ζωή ή από την εξορία.
Παίρνοντας παράδειγμα, λοιπόν, από αυτή τη λαμπρή, και όχι όσο μνημονευμένη της αξίζει, μορφή της ιστορίας, πρέπει και εμείς σήμερα ως Έλληνες της Κύπρου να αγωνιστούμε για τα δίκαια της πατρίδας μας, τα οποία καταπατούνται κατάφωρα, σε πολλά επίπεδα. Ο δρόμος για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη είναι σίγουρα δύσβατος και ανηφορικός αλλά μόνο έτσι αξίζει να πορευθείς.
Γραφείο τύπου,
Μέτωπο Κυπρίων Φοιτητών Η.Β.