You are currently viewing Επαναπροσέγγιση Τουρκίας-Ισραήλ: Οι καιροί ου μενετοί

Λονδίνο, 29 Ιουνίου 2016

Μετά από μια περίοδο αντιπαραθέσεων 6 ετών, ο διάλογος που διεξάγεται τους τελευταίους μήνες μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας ολοκληρώνεται σήμερα, με τη συμφωνία εξομάλυνσης σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών να υπογράφεται σε Άγκυρα και Τελ-Αβίβ. Ο Ερντογάν με την εν λόγω συμφωνία, φαίνεται τουλάχιστον στη θεωρία να κλείνει το μέτωπο με το Ισραήλ σε μια περίοδο που η Τουρκία αντιμετωπίζει, πέραν της διεθνούς απομόνωσης της, την προοπτική δημιουργίας Κουρδικού κράτους στο μαλακό της υπογάστριο.

Τα ερωτήματα που αφορούν άμεσα την Κυπριακή Δημοκρατία είναι δύο. Πρώτον, κατά πόσο έγινε σωστή εκμετάλλευση των μέχρι πρώτινος σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας, οι οποίες σε συνδυασμό με την ύπαρξη φυσικού αερίου σε Κύπρο και Ισραήλ, έθεταν τις βάσεις για στρατηγικό άξονα του Ελληνισμού με το Ισραήλ. Και δεύτερο, ποια η σημασία της σημερινής συμφωνίας για το μέλλον των σχέσεων Κύπρου-Ισραήλ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία 6 χρόνια οι κυπριακές κυβερνήσεις, προχώρησαν σε σημαντικές κινήσεις ανάπτυξης των σχέσεων μας με το Ισραήλ. Εντούτοις, η αναβλητικότητα, η έλλειψη σαφούς στρατηγικής κατεύθυνσης και στόχου αλλά και οι εμμονές των κυβερνόντων στη διατήρηση του «καλού κλίματος» με σουλτάνους και τους εγκάθετους τους, ώθησαν το Ισραήλ πίσω στις αγκάλες της Τουρκίας. Η αποτυχία καθίσταται μεγαλύτερη αφού ο αναξιόπιστος, ασταθής Ερντογάν απεδείχθη στα μάτια του Ισραήλ πιο αξιόπιστος εταίρος από εμάς. Αντί λοιπόν να χτίσουμε πάνω σε μια σαφή βάση στα ενεργειακά και δη στη μεταφορά φυσικού αερίου από το Ισραήλ, μέσω Κύπρου και Κρήτης στην Ευρώπη, αμφιταλαντευόμαστε μεταξύ του αγωγού East Med και της υποθήκευσης των ενεργειακών μας σχεδιασμών στις ορέξεις της Τουρκίας με την διατήρηση ζωντανής της προοπτικής αγωγού μέσω Τουρκίας.

Ενώ γεωγραφικά και γεωπολιτικά η Κύπρος αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη ενεργειακή διέξοδο του Ισραήλ προς την Ευρώπη, και ενώ οι νέο-οθωμανικές ορέξεις της Άγκυρας στρέφονταν μεταξύ άλλων και εναντίον του Ισραήλ, αποτύχαμε να συγκροτήσουμε ένα μέτωπο που πρώτον θα απέκλειε την Τουρκία από το ενεργειακό παιχνίδι της ανατολικής Μεσογείου και δεύτερο θα λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Κινήσεις που θα εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δημιουργίας κόστους για την Τουρκία, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας στο Κυπριακό. Απεναντίας, η Κυπριακή Δημοκρατία διατήρησε εν ζωή τις ενεργειακές προοπτικές της Τουρκίας με συχνές δηλώσεις περί μεταφοράς του ισραηλινού και κυπριακού φυσικού αερίου μέσω Τουρκίας, στάση που απορρέει από την διακηρυγμένη πολική της ηγεσίας μας περί προσφοράς οφελών στην Τουρκία για κάμψη της αδιαλλαξίας της. Το κατά πόσο η Τουρκία υποχωρεί ή αποθρασύνεται μέσω των δικών μας «γενναιόδωρων προσφορών» και της πολιτικής κατευνασμού, είναι απορία που υπάρχει μόνο στα μυαλά των ελληνόφωνων απολογητών της Άγκυρας και της νεοκυπριακής διανόησης.

Επιπροσθέτως, πέραν του ενεργειακού πυλώνα, η κυπριακή κυβέρνηση απεδείχθη δισταχτική στο να προχωρήσει σε εμβάθυνση της συνεργασίας στον στρατιωτικό τομέα. Μια στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ όχι μόνο θα μπορούσε να ενισχύσει την αμυντική ικανότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων ιδίως στην ΑΟΖ, αλλά όπως πολλάκις έχουμε τονίσει αποτελεί καίριο συντελεστή ισχύος που μεταβάλλει το ισοζύγιο δυνάμεων στο Κυπριακό και μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα στις συνομιλίες.

Βέβαια, ακόμα και αν η κυβέρνηση προέβαινε στις εν λόγω επιβαλλόμενες στρατηγικές κινήσεις, ο στόχος της ομοσπονδοποίησης της Κύπρου, μηδενίζει την ισχύ που θα μπορούσε να αποκτηθεί ή και που αποκτήθηκε μέσω της συνεργασίας με το Ισραήλ, αφού ουσιαστικά η αναβαθμισμένη θέση και ισχύ της Κύπρου θα χαραμιζόταν στην προσπάθεια νομιμοποίησης της κατοχής και κατοχύρωσης της τουρκικής επικυριαρχίας στο νησί μας. Είναι γι’ αυτό που μια συμμαχία για να έχει αποτέλεσμα, οφείλει και να αποβλέπει στον σωστό για τα κρατικά και εθνικά συμφέροντα στόχο και δη στη σωστή βάση λύσης για το Κυπριακό.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι παρά τη συμφωνία, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών έχει παρέλθει. Τα συμφέροντα των δύο χωρών δεν παύουν να συγκρούονται σε αρκετά ζητήματα, τα οποία δύσκολα μπορούν να διαγραφούν με τη υπογραφή μιας συμφωνίας. Καταρχήν και οι δύο χώρες αποτελούν τους δύο βασικούς υποψήφιους για την ηγεμονία της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου των οποίων η σημασία ολοένα και αναβαθμίζεται. Ταυτόχρονα το ζήτημα των Παλαιστίνιων αποτελεί μια βαθύτερη πληγή στις σχέσεις των δύο αφού η Τουρκία τίθεται ξεκάθαρα υπέρ της εδαφικής διεκδίκησης των Παλαιστίνιων αλλά και γενικότερα προβάλλει τον εαυτό της ως ηγέτιδα του Μουσουλμανισμού ο οποίος ποτέ δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις με το Ισραήλ. Τέλος, μπορεί το Ισραήλ να επέτρεψε την ανθρωπιστική βοήθεια στη λωρίδα της Γάζας αλλά το γεγονός αυτό δεν ανατρέπει διόλου τη στάση του Ισραήλ το οποίο δεν προτίθεται να αποσύρει τον αποκλεισμό στην εν λόγω περιοχή γνωρίζοντας την αντίθεση της Τουρκίας. Τα παραπάνω ζητήματα, σε συνδυασμό με τις απρόβλεπτες τάσεις του Ερντογάν, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο εξακολουθούν να παραμένουν εύθραυστες.

Μπορεί λοιπόν η Κυπριακή Δημοκρατία να μην απώλεσε εξ ολοκλήρου την ευκαιρία που προσφέρεται για συμμαχία της με το Ισραήλ και μπορεί η σημερινή συμφωνία να μην ισοδυναμεί με τερματισμό της συνεργασίας και των καλών σχέσεων μεταξύ Ελληνισμού και Ισραήλ, αλλά οι επόμενοι μήνες αποκτούν ξεχωριστή σημασία. Τα γεγονότα τρέχουν και το Ισραήλ δεν προτίθεται να περιμένει την Κύπρο να ξυπνήσει από το βαθύ της λήθαργο και τις ηγεσίες μας να σταματήσουν να τρέφουν πλασματικές ελπίδες για καλή θέληση της Τουρκίας στο Κυπριακό.    

«Οι καιροί ου μενετοί»

Γραφείο Τύπου

ΜΕΤΩΠΟ Κυπρίων Φοιτητών Ην. Βασιλείου