Ο Μιχαλάκης Παρίδης γεννήθηκε στην Αναφωτία της Λάρνακας, στις 2 Ιουνίου 1933. Υπήρξε ένας αξιόλογος μαθητής και το 1945 γράφτηκε στο Εμπορικό Λύκειο, κάτι που δεν ήταν πολύ συνηθισμένο για την τότε εποχή. Επίσης, είχε κλίση στον καλλιτεχνικό τομέα, με τον ίδιο να γράφει πολλά ποιήματα. Τελειώνοντας το Λύκειο, δούλεψε στην Τράπεζα Κύπρου και έπειτα ως δάσκαλος στην Τέρρα Σάντα.
Ήταν ιδρυτικός μέλος και επαρχιακός γραμματέας της ΠΕΟΝ και ενεργό μέλος της ΟΧΕΝ από το 1946. Πέραν τον τοπικών του δράσεων, υπήρξε τομεάρχης στην επαρχία Λάρνακας και αρχηγός αντάρτικης ομάδας. Την ημέρα έναρξη τους αγώνα, ήταν ο υπεύθυνος της ομάδας “Άρης” και μαζί με την ομάδα “Κρόνος”, έβαλαν βόμβα στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δικαστηρίου Λάρνακας. Αμέσως μετά τον συνέλαβαν μαζί τους Στάυρο Ποσκώτη, Γιώργο Λυκούργο, Ξάνθο Ιακωβίδη και Ιάκωβο Καισερλίδη και τους καταδίκασαν σε 7ετή φυλάκιση με αριθμό καταδίκου 9880. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς.
Στην φυλακή συνέχισε να εμπνέει τους συναγωνιστές του, διδάσκοντας τους Ελληνικά και γράφοντας ποιήματα. Το μυαλό του όμως ήταν πάντοτε στον αγώνα και έψαχνε τρόπο για να αποδράσει. Ενάμιση χρόνο αργότερα, στις 12 Δεκεμβρίου 1957, έφτασε η ώρα να δραπετεύσει. Μετά που υπεβλήθη σε εγχείρηση στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και παρά τα αυστηρά μέτρα φρούρησής του, η νοσοκόμα του έδωσε σχοινί και γάντια και τους έφυγε από το παράθυρο του 3ου ορόφου.
Λίγες εβδομάδες μετά, ο Στρατηγός Διγενής του ανέθεσε και πάλι τον τομέα της Λάρνακας. Ως άξιο παλικάρι που ήταν, ο Παρίδης κατάφερε σύντομα να ανασυντάξει τις ομάδες των εκεί χωριών και να αναπτύξει πλούσια δράση. Εγκαταστάθηκε με πάσα μυστικότητα στο σπίτι του συναγωνιστή του, Αντρέα Σουρουκλή, στους Τρούλλους. Αργότερα μετακινήθηκε στις Αγγλισίδες και μετά στο κρησφύγετο “Φλόγα” στην περιοχή της Μονής Αγίου Μηνά, όπου βρήκε την τετραμελή αντάρτικη του ομάδα. Τελικός του προορισμός έμελε να ήταν το χωριό Βάβλα.
Στις 27 Αυγούστου, Άγγλοι στρατιώτες και Τούρκοι αστυνομικοί, καταφθάνουν στο χωριό και ξεκινούν έρευνες, αναζητώντας τον τομεάρχη Παρίδη. Τον βρίσκουν στο σπίτι του Δασκάλου Χριστάκη Καραγιώργη, όπου και διέμενε ο Παρίδης.
Αρνούμενος να παραδοθεί, βγαίνει με το όπλο στην βεράντα και βροντοφωνάζει “Οι αγωνιστές της ελευθερίας δεν παραδίδονται. Νικούν ή πεθαίνουν”. Εκείνη την ώρα, δέχεται πυροβολισμούς και πέφτει στο έδαφος, μαχόμενος, με το κεφάλι ψηλά. Όντας πραγματικός αγωνιστής, αρνήθηκε την υποδούλωση και προτίμησε τον θάνατο.
Τα τελευταία του λόγια:
«Εγώ δεν μπορώ να φύγω. Δεν πρόκειται να βγω έξω για να με συλλάβουν. Τι θα πει ο Διγενής, πώς θα νιώσουν οι συναγωνιστές μου, όταν μάθουν ότι ο τομεάρχης τους παραδόθηκε με το όπλο λυμένο; Δεν πρόκειται να παραδοθώ. Θα πολεμήσω, έτσι κάνουν οι αγωνιστές. Δεν ξαναπάω πίσω στη φυλακή».
Προς τιμή του, δόθηκε το όνομα του σε στρατόπεδο της Λάρνακας αλλά και στο Δημοτικό Σχολείο Δροσιάς.
Γραφείο Τύπου
ΜΕΤΩΠΟ Κυπρίων Φοιτητών Ηνωμένου Βασιλείου