Ελένη Λανίτη
Εκπρόσωπος Τύπου
13 Νοεμβρίου 2012
Η παραχώρηση της διακυβέρνησης της Κύπρου στην Βρετανία με σαφείς δεσμεύσεις έναντι στην Οθωμανική
αυτοκρατορία το 1878, αποτέλεσε ελπίδα στις καρδιές των Ελλήνων της Κύπρου, για εκπλήρωση του διακαούς
πόθου τους, της Ένωσης με την Ελλάδα. Έπειτα από την είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο
πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, και την ακύρωση της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, η Αγγλία
προσάρτησε το νησί το 1914, ανακηρύττοντας την Κύπρο ως βρετανική αποικία.
Η προσθήκη της Κύπρου ως αποικία της Αγγλίας, δεν μπορούσε παρά να εξυπηρετήσει στο μέγιστο τα βρετανικά
συμφέροντα, κυρίως λόγω της γεωγραφικής θέσης του νησιού. Εμπόδιο όμως στα σχέδια των Βρετανών βρέθηκε
ο Κυπριακός Ελληνισμός, ο οποίος ελπίζοντας και ποθώντας διακαώς την Ένωση του νησιού με την Μητέρα
Πατρίδα και αφού συνειδητοποίησε ότι οι Βρετανοί δεν επρόκειτο να ικανοποιήσουν το αίτημά του, εξεγέρθηκε και
διεξήγαγε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ το 1955-59. Οι Βρετανοί αναγνωρίζοντας την απειλή της
απώλειας των αποικιών τους λόγω του αναβαθμιζόμενου δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών και θέλοντας να
διατηρήσουν την κυριαρχία τους στο νησί, οργάνωσαν την τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου το 1955, εμπλέκοντας
πλέον ενεργά την Τουρκία στο Κυπριακό, μετατρέποντας έτσι το αποικιακό ζήτημα σε ελληνοτουρκική διαφορά.
Με αυτό τους το κατόρθωμα οι Βρετανοί ανέλαβαν πλέον το ρόλο του ισορροπιστή και του διαμεσολαβητή,
εξασφαλίζοντας πρώτιστα τα δικά τους συμφέροντα.
Το ιμπεριαλιστικό δόγμα «διαίρει και βασίλευε» αποτελούσε ανέκαθεν τη βάση της αποικιακής πολιτικής των
Άγγλων που προσδοκούσαν στη διατήρηση αποτελεσματικού και εκ του μακρώθεν ελέγχου επί των
ανεξαρτητοποιημένων αποικιών. Βάση αυτού του δόγματος οι Βρετανοί, πέρα από την εμπλοκή της Τουρκίας σε
διπλωματικό επίπεδο, φρόντισαν να διασφαλίσουν την συμμετοχή των Τούρκων κατοίκων του νησιού ως
«εκτελεστικά όργανα του ιμπεριαλισμού» τόσο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ όσο και μετέπειτα.
Σπείρωντας την διχόνοια μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και της μουσουλμανικής μειονότητας του νησιού,
κατάφεραν να πείσουν τους δεύτερους – αφού τους βάφτισαν «τουρκοκύπριους« – , ότι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ
σκόπευαν την εξόντωση τους. Οι Βρετανοί προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ και στην προσπάθεια τους
να καλλιεργήσουν συναισθήματα μίσους, σχημάτισαν την «Επικουρική Αστυνομία», η οποία αποτελείτο στην
πλειοψηφία της από «τουρκοκύπριους«. Σημαντικό ρόλο συνέβαλαν επίσης και στην δημιουργία της
τρομοκρατικής οργάνωσης VOLKAN, στόχος της οποίας ήταν να πείσει για την αδυναμία των δύο λαών σε
θέματα συμβίωσης, το έργο της οποίας ανέλαβε να συνεχίσει η επίσης τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ. Η
δημιουργία της ΤΜΤ όξυνε το κλίμα αφού οι δολοφονίες, οι εμπρησμοί και ο εκφοβισμός ήταν τα αρχικά μέσα που
διέθετε για να στεριώσει το επιχείρημα της και στην μετέπειτα πορεία ακολούθησε ο στρατιωτικός εξοπλισμός της.
Έπειτα από την προδοσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ μέσω της υπογραφής των ρατσιστικών
και αντιδημοκρατικών συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και την ανακήρυξη της Κύπρου ως ανεξάρτητο κράτος, οι
Βρετανοί συνέχισαν την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» και μαζί με τις ΗΠΑ ενορχήστρωσαν και εφάρμοσαν
το ύπουλο σχέδιό τους για διχοτόμηση της νήσου. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν η τουρκανταρσία του
1963, ο βομβαρδισμός της Τυλληρίας το 1964, η αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας από το νησί το 1967, το
πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η βάρβαρη τούρκικη εισβολή του 1974.
Έφτασε ο καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η Βρετανία θα επιδιώκει πάντοτε λύση του Κυπριακού, η οποία να
ανταποκρίνεται στις δικές της απαιτήσεις και συμφέροντα. Τρανό παράδειγμα το εκ Λονδίνου εκπονημένο σχέδιο
Ανάν το 2004, το οποίο προνοούσε διάλυση του ενιαίου κράτους καθώς και την παραμονή των Βρετανικών
βάσεων στο νησί. Ο δρόμος για την ελευθερία οδηγεί μέσα από την αποχώρηση των βάσεων από το νησί,
αφορίζοντας και το τελευταίο κατάλοιπο της αποικιοκρατίας. Είναι υποχρέωση και εθνικό μας καθήκον να
αντιταχθούμε στα βρώμικα συμφέροντα των Βρετανών και να απαιτήσουμε από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες να
θέσουν άμεσο ζήτημα αποχώρησης των βάσεων και να μην το μεταθέτουν «στα παιδιά και στα εγγόνια μας».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Προπύργιο», 13/11/12