You are currently viewing Από το ενωτικό δημοψήφισμα στον Πανίκο Δημητρίου και την «πολιτικώς ορθή» συμπεριφορά του σήμερα

Νικόλας Ιωαννίδης 
Αντιπρόσωπος Bristol
30 Ιανουαρίου 2012

Σε μια περίοδο που η ανθρωπότητα προσπαθούσε να συνέλθει από τα δεινά που επεσώρευσε ο Β’ Παγκόσμιος 
Πόλεμος, πολλά αντιαποικιακά κινήματα άρχισαν να αναδύονται. Στην Κύπρο είχε ξεκινήσει από πριν η 
προσπάθεια για απελευθέρωση-τρανό παράδειγμα τα Οκτωβριανά του 1931- ωστόσο, το κοινωνικό ρεύμα 
ενδυναμώθηκε περαιτέρω περί τα τέλη της δεκαετίας του ’40. Αποκορύφωμα αυτής της ζύμωσης ήταν το Ενωτικό
Δημοψήφισμα και ο επικός αγώνας της ΕΟΚΑ. Παρόλ’ αυτά, η ένοπλη επανάσταση δεν κατέληξε σε Ένωση με το
εθνικό κέντρο, αλλά σε ανεξαρτησία. Επίσης, οι Βρετανοί είχαν παραμείνει στο νησί μέσω των Βάσεών τους σε 
Ακρωτήρι και Δεκέλεια. Γι’ αυτό και το 1975 ο μαθητής Πανίκος Δημητρίου, μαζί με εκατοντάδες άλλους νέους 
πήγαν στο Ακρωτήρι για να διαμαρτυρηθούν. Έκτοτε, οι Βρετανοί δε μετακινήθηκαν από την Κύπρο και λόγω 
τούτου, οργανώνονται μέχρι σήμερα εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον των Βάσεων.

Την 15η Ιανουαρίου 1950, οι Έλληνες της Κύπρου ασκούσαν για πρώτη φορά το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Αν 
και το συγκεκριμένο δικαίωμα είχε κατοχυρωθεί ρητά στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ (άρθρο 1§2) πέντε 
χρόνια νωρίτερα, οι κάτοικοι της νήσου πολεμούσαν γι’ αυτό εδώ και αιώνες. Αφού οι κατακτητές δεν τηρούσαν τα
υπεσχημένα, ο περήφανος λαός μας αυτοδικαίως ανέλαβε δράση και με το συντριπτικό 95,7% απαίτησε Ένωση 
με την Ελλάδα. Η λαϊκή ετυμηγορία, που υπεγράφη το 1950 με μελάνι και το 1955-59 με αίμα, δεν έγινε σεβαστή. 
Επιπλέον, παρά την ανεξαρτητοποίησή μας, οι Βρετανοί φρόντισαν να διατηρήσουν την παρουσία τους στην 
Κύπρο διά των «κυρίαρχων», όπως τις ονόμασαν χωρίς να αντιδράσουμε, Βάσεών τους.

Μέρος του εδάφους, λοιπόν, της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέμενε εκτός της κυριαρχίας της. Όντως, ακούγεται 
και είναι πολύ προσβλητικό. Την ίδια άποψη συμμερίζονταν και οι εκατοντάδες νέοι που έσπευσαν την 
17/01/1975 στο Ακρωτήρι, απαιτώντας την απομάκρυνση των -συνυπεύθυνων για την τουρκική εισβολή- 
Βρετανών. Ανάμεσά τους και οι γονείς πολλών από εμάς, που είδαν τον νεαρό Πανίκο Δημητρίου να θανατώνεται 
μετά την εφόρμηση ενός βρετανικού τεθωρακισμένου εναντίον άοπλων μαθητών. Εφόσον η αδικία διατηρούνταν,
η αντίδραση ήταν φυσικό επακόλουθο και ο ηρωικός Πανίκος σφράγισε με τη θυσία του το τέλος των αγώνων της
γενιάς εκείνης. Μόλις έξι μήνες είχαν περάσει μετά την εισβολή και κανένας δε μεμψιμοιρούσε πως είχαμε 
«ανοικτά ταυτοχρόνως δύο μέτωπα». Όλα τα πολιτικά κόμματα απαιτούσαν την απομάκρυνση των 
ιμπεριαλιστικών Βάσεων• ακόμα και το «αντιιμπεριαλιστικό» ΑΚΕΛ.

Καθώς, λοιπόν, πέρασαν 37 χρόνια από τη θυσία του Πανίκου και οι Βάσεις είναι ακόμη στο έδαφός μας, οι λόγοι
για τους οποίους οι πολίτες αυτού του τόπου πρέπει να ξεσηκωθούν, παραμένουν αμετάβλητοι. Ειδικά μετά τις 
πρόσφατες δηλώσεις Βρετανών αξιωματούχων, που παρέπεμψαν την αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων 
από την Κύπρο στις «ελληνικές καλένδες», η αντίδραση θα έπρεπε να κορυφωθεί. Αντιθέτως, η πολιτεία και τα 
κόμματα «αγρόν ηγόρασαν». Γι’ αυτό οι νέοι του τόπου, ως είθισται και ως είναι φυσιολογικό να γίνεται, μπήκαν 
μπροστά και πήγαν να διαμαρτυρηθούν στη Βάση Ακρωτηρίου, τη δεύτερη μέρα του 2012. Όπως έκαναν οι 
παππούδες τους το 1955 και οι πατεράδες τους το 1975. Εκεί συνάντησαν τους σιδερόφρακτους επικουρικούς 
της Βάσης, οι οποίοι τους ξυλοκόπησαν αλύπητα.

Μολαταύτα, η ατολμία και η υποχωρητικότητα της πολιτικής ηγεσίας προκαλεί περισσότερο πόνο από αυτόν που 
προκαλεί το αστυνομικό ρόπαλο. Όσοι καταδικάζουν τη νεολαία που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό και την 
κατοχή, βεβηλώνουν τη μνήμη εκείνων που αψήφισαν τη θνητή τους υπόσταση για να κοινωνήσουν τα νάματα 
της Ελευθερίας. Θα πρέπει οι κήνσορες του ενδοτισμού να κατανοήσουν πως οι πολίτες δεν πείθονται, πλέον, 
όταν η ηττοπάθεια μετονομάζεται σε σωφροσύνη. Εφόσον πλήττονται τα θεμελιώδη μας δικαιώματα, είναι 
υποχρέωση των πολιτών να ξεσηκώνονται. Το οφείλουμε σε αυτούς που πέρασαν μα, πολύ περισσότερο, στους 
εαυτούς μας.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο «Προπύργιο», 30/01/2012